σαλπιστής

σαλπιστής
σαλπ-ιστής,

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σαλπιστής — ο, ΝΑ βλ. σαλπιγκτής …   Dictionary of Greek

  • καμπυλοσαλπιστής — καμπυλοσαλπιστής, ὁ (Α) (γλώσσα) αυτός που φυσά το κέρας*, αυτός που παίζει τον φρύγιο αυλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμπύλος + σαλπιστής (< σαλπίζω)] …   Dictionary of Greek

  • σαλπιγκτής — ο, ΝΜΑ, και σαλπιστής ΝΑ, και σαλπιχτής Ν, και σαλπικτής και σαλπιγκτήρ, ῆρος και βοιωτ. τ. σαλπικτάς και σαλπιγκτάς Α αυτός που σαλπίζει, που παίζει σάλπιγγα νεοελλ. 1. στρ. στρατιώτης τού οποίου έργο είναι να σαλπίζει τα παραγγέλματα για έγερση …   Dictionary of Greek

  • ՓՈՂԱՀԱՐ — (ի, աց.) NBH 2 0951 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 11c գ. αὑλητής, αὑλητήρ իգ. αὑλητρίς , σαλπιγκτής, σαλπιστής tibicen, tubicen, tubicina. որ եւ ՓՈՂԱՐ. Հարկանօղ փողոյ կամ սրնգի. պօրոս՝ զուռնա՝ տիւտիւկ չալօղ. պօռուղեն …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՓՈՂԱՐ — (ի, աց.) NBH 2 0952 Chronological Sequence: Early classical, 13c, 14c գ. αὑλητής, αὑλών, σαλπιστής tubicen, tibicen. որպէս Փողհար, կամ փողայր. տ. ՓՈՂՈՀԱՐ. *Ետես զփողարսն եւ զամբոխ յոյժ: Երդիչք եւ փողարք շուրջ զարքայիւ. Մտթ. ՟Թ. 23: ՟Դ. Թագ. ՟Ժ՟Պ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • σαλπιγκτής — σαλπιγκτής, ο και σαλπιστής, ο και σαλπιχτής, ο 1. αυτός που παίζει σάλπιγγα. 2. στρατιώτης ειδικά εκπαιδευμένος να δίνει παραγγέλματα με τη σάλπιγγα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”